κατακερματίζομαι

κατακερματίζομαι
κατακερματίζομαι, κατακερματίστηκα, κατακερματισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταψήχω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.) 2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί 3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.) 4. παθ. καταψήχομαι κατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”